Greek Meaning of domestic prelate
τιμητικός παπικός προεστός
Other Greek words related to τιμητικός παπικός προεστός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of domestic prelate
- domestic pigeon => Περιστέρι οικόσιτο
- domestic partner => συμβίος
- domestic llama => Εξημερωμένη λάμα
- domestic help => Οικιακή βοηθός
- domestic goat => Εγχώρια αίγα
- domestic fowl => Πουλερικά
- domestic flight => εσωτερική πτήση
- domestic dog => σκύλος
- domestic cat => κατοικίδια γάτα
- domestic ass => Γάιδαρος
- domestic relations court => Δικαστήριο οικογενειακών υποθέσεων
- domestic science => Οικιακή οικονομία
- domestic sheep => Εγχώριο πρόβατο
- domestic silkworm moth => Μεταξοσκώληκας
- domestic violence => ενδοοικογενειακή βία
- domestical => εγχώριος
- domestically => Εγχώρια
- domesticant => εξημερωμένο
- domesticate => εξημερώνω
- domesticated => εξημερωμένος
Definitions and Meaning of domestic prelate in English
domestic prelate (n)
(Roman Catholic Church) a priest who is an honorary member of the papal household
FAQs About the word domestic prelate
τιμητικός παπικός προεστός
(Roman Catholic Church) a priest who is an honorary member of the papal household
No synonyms found.
No antonyms found.
domestic pigeon => Περιστέρι οικόσιτο, domestic partner => συμβίος, domestic llama => Εξημερωμένη λάμα, domestic help => Οικιακή βοηθός, domestic goat => Εγχώρια αίγα,