FAQs About the word spinster

γεροντοκόρη

an elderly unmarried woman, someone who spins (who twists fibers into threads)

εργένης,νύφη,υπηρέτρια,παρθένα,πρώην,ανύπαντρος

σύζυγος,φίλος,συνεργάτης,σύζυγος,Σημαντικός άλλος,συγγενική ψυχή,το ταίρι μου,συμβίος

spinoza => Σπινόζα, spinous => ακανθώδης, spinose => ακανθώδης, spin-off => παράγωγο, spinocerebellar disorder => σπινοεγκεφαλική αταξία,