FAQs About the word pledgor

ενέχων

One who pledges, or delivers anything in pledge; a pledger; -- opposed to pledgee.

δεσμεύω,Συμπλέκομαι,στεγαστικό δάνειο,υπόσχεση,αλήθεια,όρκος,εμπιστοσύνη,αρραβωνιάζω,Σύμβαση,κατατάσσομαι

εγκαταλείπω

pledging => υπόσχεση, pledget => ενέχυρο, pledgery => Υπόσχεση, pledger => ενέχων, pledgeor => ενέχυροδότης,