Greek Meaning of vouchsafing
εγγυούμενος
Other Greek words related to εγγυούμενος
- σύμφωνα με
- παραδεχόμενος
- παραχώρηση
- έχοντας
- επιτρέποντας
- επιβάλλων κυρώσεις
- πόνος
- συμφωνώντας
- επιτρέποντας
- εξουσιοδοτώντας
- αδειοδότηση
- ένταξη (σε)
- συμφωνία (με)
- συναίνεση (σε)
- Δίνω το πράσινο φως
- παραδεχόμενοι
- brooking
- θέση σε λειτουργία
- ανθεκτικός
- υποστηρίζων
- ανεκτικός
- εγγυημένος
- συγκατάθεση σε
- ανεκτικότητα
- υποστηρίζοντας
- Χορήγηση άδειας
- εντάξει
- Εντάξει
- επικριτικός
- αρνούμενος
- Απαγορεύει
- αποδοκιμαστικός
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- αρνούμαι
- Απορριπτικός
- ανάκληση
- παρακράτηση
- κατασταλτικός
- έλεγχος
- κράσπεδο
- θλιβερό
- αποστροφή
- Επιβάλλοντας
- απαγορευτικό
- απρόθυμος
- απαγορευτική
- φύλαξη
- καταπιεστικός
- συγκρατημένος
- Μουτρωμένος (σε ή πάνω)
- απαγορευτικό
- απαγόρευση
- αποθαρρυντικό
- δυσμενής
- βάζω βέτο
- απαγορεύοντας
Nearest Words of vouchsafing
Definitions and Meaning of vouchsafing in English
vouchsafing (p. pr. & vb. n.)
of Vouchsafe
FAQs About the word vouchsafing
εγγυούμενος
of Vouchsafe
σύμφωνα με,παραδεχόμενος,παραχώρηση,έχοντας,επιτρέποντας,επιβάλλων κυρώσεις,πόνος,συμφωνώντας,επιτρέποντας,εξουσιοδοτώντας
επικριτικός,αρνούμενος,Απαγορεύει,αποδοκιμαστικός,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,αρνούμαι,Απορριπτικός,ανάκληση
vouchsafement => vouchsafement, vouchsafed => vouchsafed, vouchsafe => καταδέχεσθαι, vouchment => αποδεικτικό, vouching => εγγύηση,