FAQs About the word abjectness

ταπείνωση

The state of being abject; abasement; meanness; servility.

ταπεινός,δουλοπρεπής,βάση,απελπισμένος,ασήμαντος,ντροπιασμένος,δουλοπρεπής,κόσμιος,κολακεία,Ως αρνί

αλαζόνας,Υπερόπτης,αυταρχικός,εύγενος,υποτιμητικός,ανώτερος,υπερόπτης,αυταρχικός

abjectly => ταπεινά, abjection => ευτελείες, abjectedness => αποστροφή, abject => ταπεινός, abit => λίγο,