Greek Meaning of abit

λίγο

Other Greek words related to λίγο

Definitions and Meaning of abit in English

Webster

abit ()

3d sing. pres. of Abide.

FAQs About the word abit

λίγο

3d sing. pres. of Abide.

αρκετά,Αρκετά,είδους,περισσότερο ή λιγότερο,όμορφος,αρκετά,μάλλον,σχετικά,Λίγο πολύ,κάτι

Ειδικά,υπερβαίνων,υπερβολικά,εξαιρετικά,πολύ,πολύ,πολύ,πολύ,ιδιαίτερα,τρομερά

abirritative => μη ερεθιστικό, abirritation => ερεθισμός, abirritate => ερεθίζω, abirritant => μη ερεθιστικό, abiotrophy => Αβιοτροφία,