FAQs About the word studding

καρφωμένος

the studs of a building or wall

Δέσιμο,除非,παρεμβάλλοντας,ρύθμιση,ραβδώσεις,Γραμμωτός,λερώνοντας,στέγνωμα με χαρτί,κηλίδωση,στίγμα

No antonyms found.

stuck up for => υπερασπίζω, stuck up => εγωκεντρικός, stuck in one's craw => Ένα αγκάθι στα πλευρά, stuck around => κολλημένος, stuck (to) => κολλημένο σε,