Greek Meaning of bespattering
λερώνοντας
Other Greek words related to λερώνοντας
Nearest Words of bespattering
Definitions and Meaning of bespattering in English
bespattering (p. pr. & vb. n.)
of Bespatter
FAQs About the word bespattering
λερώνοντας
of Bespatter
κορεστικός,μούλιασμα,πιτσίλισμα,πιτσίλισμα,πιτσίλισμα,λουτρό,αριστοκρατικός,βροχή,πνιγμός.,ψεκασμός
No antonyms found.
bespattered => πιτσιλισμένος, bespangling => λαμπερός, bespangled => κεντημένο με πούλιες, bespangle => στολίζω, bespake => bespoke,