Greek Meaning of bespeaking
μιλώντας
Other Greek words related to μιλώντας
Nearest Words of bespeaking
Definitions and Meaning of bespeaking in English
bespeaking (p. pr. & vb. n.)
of Bespeak
FAQs About the word bespeaking
μιλώντας
of Bespeak
κράτηση,πρόσληψη,Κράτηση,διατήρηση,σύναψη σύμβασης,επιμέριση,Συμμετοχικός
διαψεύδοντας,παραμορφωτικό,κατασκευάζοντας,παραπλανητικός,Στρέβλωση,καμουφλάζ,απόκρυψη,κάλυψη,μεταμφιέζοντας,παραποίηση
bespeaker => ομιλητής, bespeak => προμηνύει, bespawl => Μπεζπώλ, bespattering => λερώνοντας, bespattered => πιτσιλισμένος,