FAQs About the word bespawl

Μπεζπώλ

To daub, soil, or make foul with spawl or spittle.

No synonyms found.

No antonyms found.

bespattering => λερώνοντας, bespattered => πιτσιλισμένος, bespangling => λαμπερός, bespangled => κεντημένο με πούλιες, bespangle => στολίζω,