Greek Meaning of granite
γρανίτης
Other Greek words related to γρανίτης
- απόφαση
- αποφασιστικότητα
- Αποφασιστικότητα
- αποφασίζω
- βεβαιότητα
- εμπιστοσύνη
- αποφασιστικότητα
- Αποφασιστικότητα
- Στερεότητα
- επιμονή
- επιμονή
- Σκοπιμότητα
- ετοιμότητα
- αποφασιστικότητα
- ψήφισμα
- άμμος
- Ευκινησία
- σπονδυλική στήλη
- βεβαιότητα
- επιμονή
- προθυμία
- ανδρεία
- Ανδρεία
- χαλίκι
- Σίδηρος
- πείσμα
- πεισματικότητα
- Επιμονή
- Ύβρις
- επιμονή
- επιμονή
- Εμμονή
- Σιγουριά
- επιμονή
- επιμονή, εμμονή
Nearest Words of granite
Definitions and Meaning of granite in English
granite (n)
plutonic igneous rock having visibly crystalline texture; generally composed of feldspar and mica and quartz
something having the quality of granite (unyielding firmness)
granite (n.)
A crystalline, granular rock, consisting of quartz, feldspar, and mica, and usually of a whitish, grayish, or flesh-red color. It differs from gneiss in not having the mica in planes, and therefore in being destitute of a schistose structure.
FAQs About the word granite
γρανίτης
plutonic igneous rock having visibly crystalline texture; generally composed of feldspar and mica and quartz, something having the quality of granite (unyieldin
απόφαση,αποφασιστικότητα,Αποφασιστικότητα,αποφασίζω,βεβαιότητα,εμπιστοσύνη,αποφασιστικότητα,Αποφασιστικότητα,Στερεότητα,επιμονή
αμφιβολία,δισταγμός,αναποφασιστικότητα,αναποφασιστικότητα,αναποφασιστικότητα,αβεβαιότητα,δισταγμός,απέχθεια,αβεβαιότητα,αναποφασιστικότητα
granilla => γκρανόλα, graniform => κοκκώδης, graniferous => σπερματοφόρος, granicus => Γρανικός, grangerize => Γκρέινγκερ,