Greek Meaning of boutique
μπουτίκ
Other Greek words related to μπουτίκ
Nearest Words of boutique
- boutonneuse fever => Πυρετός μποτωνώδης
- boutonniere => Μπουτονιέρα
- bouts-rimes => ομοιοκαταληξία
- bouvet island => Νήσος Μπουβέ
- bouvier des flandres => Bouvier des Flandres
- bouviers des flandres => Μπουβιέ ντε Φλάντρες
- bouvines => Μπουβίν
- bouyei => Μπουγέι
- bovate => βοβάτο
- bovey coal => Άνθρακας του Bovey
Definitions and Meaning of boutique in English
boutique (n)
a shop that sells women's clothes and jewelry
FAQs About the word boutique
μπουτίκ
a shop that sells women's clothes and jewelry
Ανταλλαγή,αγορά,πρίζα,κατάστημα,παζάρι,Αλυσίδα καταστημάτων,Πολυκατάστημα,Σούπερ μάρκετ,Κατάστημα,φτηνιάρικο κατάστημα
No antonyms found.
bouteloua gracilis => Bouteloua gracilis, bouteloua eriopoda => Bouteloua eriopoda, bouteloua => Μπουτελούα, boutefeu => εμπρηστής, boutade => Επίκαιρη ατάκα,