Greek Meaning of lurking
παραμονεύω
Other Greek words related to παραμονεύω
Nearest Words of lurking
Definitions and Meaning of lurking in English
lurking (p. pr. & vb. n.)
of Lurk
FAQs About the word lurking
παραμονεύω
of Lurk
ολίσθηση,ολίσθηση,κλεφτό,Έρπων,ερπετό,αποφυγή,ύπουλος,πονηρός,ελικοειδής,Κλοπή
φαινόμενος,coming out,υλοποιούμενο,Φαίνεται,ανατέλλωντας
lurker => Παρατηρητής, lurked => ελοχεύει, lurk => παραμονεύω, luring => δελεαστικός, luridness => τρομακτικός,