Greek Meaning of luridness
τρομακτικός
Other Greek words related to τρομακτικός
- Θάμβος
- Σπατάλη
- φανφάρα
- επίδειξη
- επιδειξιομανία
- Χυδαιότητα
- κιτς
- λάμψη
- πολυτέλεια
- μεγαλοπρέπεια
- λαμπρότητα
- Επίδειξη
- Επίδειξη
- επισημότητα
- επισημότητα
- προσποίηση
- πλούτος
- Επίδειξη
- θέαμα
- πολυτέλεια
- καλοντυμένος
- Κόσμημα
- διακόσμηση
- σάλτσα
- διακόσμηση
- υπερβολή
- φλας
- χλιδή
- μιμοδράμα
- διακόσμηση
- καλλιστεία
- παρέλαση
- razzle-dazzle
- ραζματάζ
- φανταχτερός
- Κοπή
- χυδαιότητα
- λάμψη
- πολυτέλεια
- φασαρία
- Δέσμευση, Παρακράτηση
- Πρόφαση
- Πρόφαση
- Δείχνω
Nearest Words of luridness
Definitions and Meaning of luridness in English
luridness (n)
the journalistic use of subject matter that appeals to vulgar tastes
unnatural lack of color in the skin (as from bruising or sickness or emotional distress)
the quality of being ghastly
FAQs About the word luridness
τρομακτικός
the journalistic use of subject matter that appeals to vulgar tastes, unnatural lack of color in the skin (as from bruising or sickness or emotional distress),
Θάμβος,Σπατάλη,φανφάρα,επίδειξη,επιδειξιομανία,Χυδαιότητα,κιτς,λάμψη,πολυτέλεια,μεγαλοπρέπεια
λιτότητα,σεμνότητα,απλότητα,συγκράτηση,βαρύτητα,Απλότητα,κομψότητα,εγκράτεια,_μείωση_,χάρη
luridly => τρομακτικά, lurid => φρικτός, lurg => lurg, lured => δέλεασε, lure => δόλωμα,