Greek Meaning of sumptuousness
πολυτέλεια
Other Greek words related to πολυτέλεια
- Λάμψη
- κομψότητα
- κομψότητα
- δόξα
- χάρη
- μεγαλείο
- μεγαλείο
- σπατάλη
- πολυτέλεια
- χλιδή
- πολυτέλεια
- μεγαλοπρέπεια
- ευγένεια
- ευγένεια
- λαμπρότητα
- διακοσμητικότητα
- λαμπρότητα
- πλούτος
- Μεγαλοπρέπεια
- τέχνη
- μεγαλειότητα
- σικ
- Κλασικισμός
- ευγένεια
- αξιοπρέπεια
- εκλεκτότητα
- λεπτότητα
- χάρις
- ομορφιά
- μεγαλειότης
- γυάλισμα
- εκλέπτυνση
- λαμπρότητα
- εκλέπτυνση
- μεγαλοπρέπεια
- γεύση
- Γεύση
- κομψότητα
- δόξα
- απαλότητα
- απαλότητα
- επιτήδευση
- επιλογή
- τάξη
- μεγαλοπρέπεια
- Επίδειξη
- Επίδειξη
- προσποίηση
- συγκράτηση
- Επίδειξη
- Απλότητα
Nearest Words of sumptuousness
Definitions and Meaning of sumptuousness in English
sumptuousness (n)
wealth as evidenced by sumptuous living
the quality possessed by something that is excessively expensive
FAQs About the word sumptuousness
πολυτέλεια
wealth as evidenced by sumptuous living, the quality possessed by something that is excessively expensive
Λάμψη,κομψότητα,κομψότητα,δόξα,χάρη,μεγαλείο,μεγαλείο,σπατάλη,πολυτέλεια,χλιδή
Αδρότητα,Ακαμψία,επίδειξη,κιτς,λάμψη,Αδεξιότητα,γκροτέσκο,γκροτέσκο,ασχήμια,κιτς
sumptuously => μεγαλοπρεπώς, sumptuous => λαμπρός, sumptuosity => μεγαλοπρέπεια, sumptuary => πολυτελής, sumpter => υποζύγιο,