Greek Meaning of lurked
ελοχεύει
Other Greek words related to ελοχεύει
Nearest Words of lurked
Definitions and Meaning of lurked in English
lurked (imp. & p. p.)
of Lurk
FAQs About the word lurked
ελοχεύει
of Lurk
γλίστρησε,λαθραίος,άρπαξε,έρποντας,έρπει,κρύβομαι,ολίσθηση,τυλίχθηκε,σέρνομαι,ερπετοειδές
εμφανίστηκε,βγήκε,υλοποιημένος,εμφανίστηκε,ανέβηκε
lurk => παραμονεύω, luring => δελεαστικός, luridness => τρομακτικός, luridly => τρομακτικά, lurid => φρικτός,