FAQs About the word skulking

ύπουλος

evading duty or work by pretending to be incapacitatedof Skulk

παραμονεύω,κλεφτό,Έρπων,ερπετό,αποφυγή,ολίσθηση,πονηρός,ολίσθηση,ελικοειδής,Κλοπή

φαινόμενος,coming out,υλοποιούμενο,Φαίνεται,ανατέλλωντας

skulker => πλασιέ, skulked => κρύβομαι, skulk => κρύβω, skulduggery => Πονηριά, skuld => σκάλντ,