FAQs About the word skulker

πλασιέ

someone shirking their duty by feigning illness or incapacity, someone waiting in concealmentOne who, or that which, skulks.

κρύβω,σκάντζοχοιρος,Φίδι,κλέβω,αθλητικό παπούτσι,Νυφίτσα,Παρατηρητής,πονηρός,κατάσκοπος,Κατάδιωκτης

No antonyms found.

skulked => κρύβομαι, skulk => κρύβω, skulduggery => Πονηριά, skuld => σκάλντ, skue => Σκιου,