Greek Meaning of lushness
γονιμότητα
Other Greek words related to γονιμότητα
Nearest Words of lushness
Definitions and Meaning of lushness in English
lushness (n)
the property of being lush and abundant and a pleasure to the senses
FAQs About the word lushness
γονιμότητα
the property of being lush and abundant and a pleasure to the senses
πυκνό,γόνιμος,Πράσινο,ενήλικας,φυλλώδης,πλούσιος,πράσινος,καρποφόρος,πολυτελής,Υπερμεγέθης
άγονο,άχαρος,Φυλλοβόλος,φτωχός,σκληρός,άνυδρος,νεκρός,εξαντλημένος,ξηρός,φτωχοποιημένος
lushburg => lushburg, lush => πλούσιος, lusern => λουζέρνη, lusciousness => αφθονία, lusciously => ζουμερά,