FAQs About the word lushness

γονιμότητα

the property of being lush and abundant and a pleasure to the senses

πυκνό,γόνιμος,Πράσινο,ενήλικας,φυλλώδης,πλούσιος,πράσινος,καρποφόρος,πολυτελής,Υπερμεγέθης

άγονο,άχαρος,Φυλλοβόλος,φτωχός,σκληρός,άνυδρος,νεκρός,εξαντλημένος,ξηρός,φτωχοποιημένος

lushburg => lushburg, lush => πλούσιος, lusern => λουζέρνη, lusciousness => αφθονία, lusciously => ζουμερά,