Greek Meaning of assigner
εκχωρητής
Other Greek words related to εκχωρητής
Nearest Words of assigner
Definitions and Meaning of assigner in English
assigner (n.)
One who assigns, appoints, allots, or apportions.
FAQs About the word assigner
εκχωρητής
One who assigns, appoints, allots, or apportions.
εμπιστεύομαι,εργασία,χρέωση,επιβάλλω,εμπιστοσύνη,εκχωρώ,αναθέτω,εξουσιοδοτώ,δεσμεύω,παραδίδει
αρνούμαι,στερώ (από),κρατάω,διατηρώ,παρακράτηση,κατάλληλος,φθονώ,στάση,αλαζόνας,κατασχέω
assignee => εκδοχέας, assigned => εκχωρηθείς, assignation => συνάντηση, assignat => Ασινια, assignable => Εκχωρήσιμο,