Greek Meaning of quantum jump
Κβαντικό άλμα
Other Greek words related to Κβαντικό άλμα
- ενισχύω
- ανακάλυψη
- ενδυνάμωση
- πρόοδος
- πρόοδος
- βελτίωση
- βελτίωση
- ανάπτυξη
- εκπαίδευση
- βελτίωση
- Διαφωτισμός
- εξέλιξη
- επέκταση
- ανάπτυξη
- Ύψος
- αύξηση
- ωρίμανση
- Βελτίωση
- εκλέπτυνση
- Αναβίωση
- Ώριμανση
- Αναβάθμιση
- αύξηση
- αύξηση
- άνοδος
- ανοδική τάση
- πολιτισμός
- ανακάλυψη
- διδαχή
- Εκπόνηση
- βρίσκω
- εγκυμοσύνη
- καινοτομία
- τελειότητα
- Αναγέννηση
- αναγέννηση
- απροσδόκητο κέρδος
- κατανομή
- κατάρρευση
- σύγκρουση
- πτώση
- Μείωση
- αποτυχημένος
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- μείωση
- σκόπελος
- παρακμή
- παρακμή
- κλίση
- εκφυλισμός
- κατάβαση
- επιδείνωση
- ζημία
- Υποβιβασμός
- μειονέκτημα
- σφάλμα
- ανικανότητα
- λάθος
- μείωση
- μειονέκτημα
- βύθιση
- επιβράδυνση
- εξασθένιση
- Επιδεινώνοντας
- μείωση
- αναπηρία
- άμπωτης
- χαλαρούσε
- Αδυναμία
- οπισθοχώρηση
Nearest Words of quantum jump
- quantum field theory => Θεωρία κβαντικού πεδίου
- quantum electrodynamics => Κβαντική ηλεκτροδυναμική
- quantum chromodynamics => Κβαντική χρωμοδυναμική
- quantum => κβαντικό
- quantong => Καντόνγκ
- quantized => κβαντισμένος
- quantize => ποσοτικοποιώ
- quantization => Ποσοτικοποίηση
- quantivalent => ποσοτικό
- quantivalence => σθένους
Definitions and Meaning of quantum jump in English
quantum jump (n)
(physics) an abrupt transition of an electron or atom or molecule from one quantum state to another with the emission or absorption of a quantum
a sudden large increase or advance
FAQs About the word quantum jump
Κβαντικό άλμα
(physics) an abrupt transition of an electron or atom or molecule from one quantum state to another with the emission or absorption of a quantum, a sudden large
ενισχύω,ανακάλυψη,ενδυνάμωση,πρόοδος,πρόοδος,βελτίωση,βελτίωση,ανάπτυξη,εκπαίδευση,βελτίωση
κατανομή,κατάρρευση,σύγκρουση,πτώση,Μείωση,αποτυχημένος,εμπόδιο,εμπόδιο,μείωση,σκόπελος
quantum field theory => Θεωρία κβαντικού πεδίου, quantum electrodynamics => Κβαντική ηλεκτροδυναμική, quantum chromodynamics => Κβαντική χρωμοδυναμική, quantum => κβαντικό, quantong => Καντόνγκ,