Greek Meaning of languishment
Αδυναμία
Other Greek words related to Αδυναμία
- παρακμή
- παρακμή
- κλίση
- πτώση
- Μείωση
- εκφυλισμός
- επιδείνωση
- μείωση
- άμπωτης
- αποτυχημένος
- εμπόδιο
- ανικανότητα
- εμπόδιο
- λάθος
- μείωση
- μείωση
- βύθιση
- επιβράδυνση
- εξασθένιση
- Επιδεινώνοντας
- κατανομή
- κατάρρευση
- κατάβαση
- ζημία
- αναπηρία
- Υποβιβασμός
- μειονέκτημα
- χαλαρούσε
- σφάλμα
- μειονέκτημα
- σκόπελος
- σύγκρουση
- οπισθοχώρηση
Nearest Words of languishment
Definitions and Meaning of languishment in English
languishment (n.)
The state of languishing.
Tenderness of look or mien; amorous pensiveness.
FAQs About the word languishment
Αδυναμία
The state of languishing., Tenderness of look or mien; amorous pensiveness.
παρακμή,παρακμή,κλίση,πτώση,Μείωση,εκφυλισμός,επιδείνωση,μείωση,άμπωτης,αποτυχημένος
πρόοδος,πρόοδος,ανακάλυψη,βελτίωση,βελτίωση,εκλέπτυνση,βελτίωση,αύξηση,Κβαντικό άλμα,ενδυνάμωση
languishingly => Languishingly, languishing => μαραζώνων, languisher => μαραζώνω, languished => αποκαμμένος, languish => μαραζώνω,