FAQs About the word languishingly

Languishingly

In a languishing manner.

ξεθωριάζω,πηγαίνω,κρεμαω,νιπτήρας,εξασθενώ,μαραίνομαι,παρακμή,επιδεινώνω,κρεμόμαι,αδυνατίζω

συγκέντρωση,επαναφορά,ανακτώ,αναρρώσω,ανάρρωση,κέρδος

languishing => μαραζώνων, languisher => μαραζώνω, languished => αποκαμμένος, languish => μαραζώνω, languidly => νωχελικά,