Greek Meaning of insularly

νησιωτικά

Other Greek words related to νησιωτικά

Definitions and Meaning of insularly in English

Webster

insularly (adv.)

In an insular manner.

FAQs About the word insularly

νησιωτικά

In an insular manner.

στενός,ενοριακός,ασήμαντος,μικρός,Αντιφιλελεύθερος,λιλιπούτειος,μικρός,Τετράγωνος,ασήμαντος,επαρχιακός

καθολικός,κοσμοπολίτης,φιλελεύθερος,ανοιχτό,δεκτικός,ανεκτικός,Μεγάλο πνεύμα,αμερόληπτος,ακομμάτιστος,Στόχος

insularity => νησιωτικότητα, insularism => νησιωτισμός, insular => νησιωτικός, insulant => μονωτικό, insuitable => ακατάλληλος,