Greek Meaning of plaguer

ενοχλώ, ταλαιπωρώ

Other Greek words related to ενοχλώ, ταλαιπωρώ

Definitions and Meaning of plaguer in English

Webster

plaguer (n.)

One who plagues or annoys.

FAQs About the word plaguer

ενοχλώ, ταλαιπωρώ

One who plagues or annoys.

βασανίζω,πολιορκώ,Κατάρα,διώκω,Βασανιστήρια,βασανίζομαι,αγωνία,ενοχλώ,βασανίζω,περικυκλωμένος

βοήθεια,Βοήθεια,βοήθεια,ανακουφίζω,υποκινώ,Άνεση,παραδίδω,Απελευθέρωση,Κονσόλα,περιεχόμενο

plagueless => Απαλλαγμένος από πανούκλα, plagueful => λοιμώδης, plagued => ταλαιπωρημένος, plague spot => Εστία πανούκλας, plague pneumonia => Πνευμονία πανώλης,