Greek Meaning of martyr
Μάρτυρας
Other Greek words related to Μάρτυρας
- βασανίζω
- βασανίζομαι
- αγωνία
- πολιορκώ
- Κατάρα
- δυσφορία
- σκύλος
- διώκω
- πανούκλα
- ράφι
- μαρτύριο
- Βασανιστήρια
- επιδεινώνω
- αναταράζω
- ενοχλώ
- ασβός
- βασανίζω
- περικυκλωμένος
- ενοχλώ
- Σφάλμα
- τρίβω
- δυσφορία
- ταράζω
- ανησυχία
- ενοχλώ
- ερεθίζω
- βασανιστικός
- ταραχή
- χολή
- Σχάρα
- θρηνώ
- παράπονο
- Παρακώλυση
- άροτρο
- Χάρι
- κυνηγόσκυλο
- ερεθίζω
- ερεθίζω
- τσουκνίδα
- πόνος
- Διαταράσσω
- ενοχλώ
- εκνευρίζω
- καταδιώκω
- σβήνω
- ιππασία
- εξοργίζω
- στρες
- πρόβλημα
- προσπαθώ
- αναστατωμένος
- ενοχλώ
- εκμεταλλεύομαι
- ανησυχία
- μεζούρα
- πάρει
- πόνος
- καταπιέζω
- καταβάλλω
- κατακλύζω
- τσίμπημα
- εκνευρισμός
- τσίμπημα
- τρίφτης
- έξυπνος
- τιμωρεί
- μαχαιριά
- τσίμπημα
- καταπόνηση
- Απεργία
- τυραννίζω
- στύβω
- Χάγκριντ
Nearest Words of martyr
Definitions and Meaning of martyr in English
martyr (n)
one who suffers for the sake of principle
one who voluntarily suffers death as the penalty for refusing to renounce their religion
martyr (v)
kill as a martyr
torture and torment like a martyr
martyr (n.)
One who, by his death, bears witness to the truth of the gospel; one who is put to death for his religion; as, Stephen was the first Christian martyr.
Hence, one who sacrifices his life, his station, or what is of great value to him, for the sake of principle, or to sustain a cause.
martyr (v. t.)
To put to death for adhering to some belief, esp. Christianity; to sacrifice on account of faith or profession.
To persecute; to torment; to torture.
FAQs About the word martyr
Μάρτυρας
one who suffers for the sake of principle, one who voluntarily suffers death as the penalty for refusing to renounce their religion, kill as a martyr, torture a
βασανίζω,βασανίζομαι,αγωνία,πολιορκώ,Κατάρα,δυσφορία,σκύλος,διώκω,πανούκλα,ράφι
βοήθεια,Βοήθεια,βοήθεια,ανακουφίζω,υποκινώ,Άνεση,Κονσόλα,περιεχόμενο,παραδίδω,ήσυχος
martyniaceae => Σκυλακιώδη, martynia fragrans => Γράμματα του διαβόλου, martynia arenaria => Μαρτίνια η ψαμμόφιλη, martynia annua => Μαρτίνια, martynia => Μαρτύνια,