Greek Meaning of victimize
εκμεταλλεύομαι
Other Greek words related to εκμεταλλεύομαι
- ρυθμός
- εξαπάτηση
- εξαπατώ
- απατώ
- κάνω
- φασαρία
- μαδάω
- βίδα
- πιέζω
- ραβδί
- τσίμπημα
- προδίδω
- απατώ
- Αιμορραγώ
- Κοπίδι
- κοροϊδεύω
- απάτη
- εξαπατώ
- εξαπατάν, γελοιοποιώ
- γιούκερ
- εκμεταλλεύομαι
- εκβιάζω
- βιολί
- μαλλί πρόβατου
- απάτη
- γκάφα
- Μάνικα
- πρόστιμο
- κόμπος
- ρήμα
- απάτη
- πύργος
- κοντός
- δέρμα
- σκάντζοχοιρος
- άκαμπτος
- απάτη
- ζαβολιά με τα κυπελάκια
- τέχνασμα
- κουνάω
- Κλέφτης
- πάρτε μια βόλτα
- Πήγαινε το στο καθαριστήριο
- εξαπατώ
- κλιπ
- διπλοπροσωπία
- εξαπατώ
- υπονομεύω
- Γλάρος
- γάλα
- Νικ
- υπερφόρτιση
- μουλιάζω
- κλειδί
- παλεύω
- στύβω
- σχοινί (σε)
- Ξεγέλαση
Nearest Words of victimize
- victimized => θύμα
- victimizer => θύτης
- victimizing => θυματοποίηση
- victimless crime => Αδίκημα χωρίς θύμα
- victor => νικητής
- victor emanuel ii => Βίκτωρ Εμμανουήλ Β΄
- victor emanuel iii => Βίκτωρ Εμμανουήλ Γʹ
- victor franz hess => Βίκτορ Φραντς Χες
- victor herbert => Βίκτορ Χέρμπερτ
- victor hess => Βίκτορ Χες
Definitions and Meaning of victimize in English
victimize (v)
make a victim of
punish unjustly
deprive of by deceit
victimize (v. t.)
To make a victim of, esp. by deception; to dupe; to cheat.
FAQs About the word victimize
εκμεταλλεύομαι
make a victim of, punish unjustly, deprive of by deceitTo make a victim of, esp. by deception; to dupe; to cheat.
ρυθμός,εξαπάτηση,εξαπατώ,απατώ,κάνω,φασαρία,μαδάω,βίδα,πιέζω,ραβδί
No antonyms found.
victimization => βικτιμοποίηση, victimiser => θύτης, victimised => θύμα, victimise => θυματοποιώ, victimisation => Θυματοποίηση,