Greek Meaning of acquitter
απαλλαγή
Other Greek words related to απαλλαγή
Nearest Words of acquitter
Definitions and Meaning of acquitter in English
acquitter (n.)
One who acquits or releases.
FAQs About the word acquitter
απαλλαγή
One who acquits or releases.
απαλλάσσω,σαφής,απαλλάσσω,απαλλάσσειν,συγχωρώ,απελευθερώνω,εξαγοράζω,Απελευθέρωση,δικαιώνω,εκδικούμαι
κατηγορώ,χρέωση,κατάδικος,καθαιρώ,ενοχοποιώ,κατηγορώ,κατηγορώ,ενοχοποιώ
acquittance => απαλλαγή, acquittal => απαλλαγή, acquitment => αθώωση, acquit => απαλλάσσω, acquist => αποκτήσει,