Greek Meaning of oldline

συντηρητικός

Other Greek words related to συντηρητικός

Definitions and Meaning of oldline in English

Wordnet

oldline (s)

adhering to conservative or reactionary principles

long-established

FAQs About the word oldline

συντηρητικός

adhering to conservative or reactionary principles, long-established

συντηρητικός,ορθόδοξος,παραδοσιακό,Κουμπωμένος,συμβατικός,αφοσιωμένος,Σκληροτράχηλος,πιστός,Ακίνητος,πιστός

Μεγάλο πνεύμα,εξτρεμιστής,φιλελεύθερος,μοντέρνος,μη παραδοσιακός,προοδευτικός,ριζοσπαστικός,επαναστατικός,μη συμβατικό,ανορθόδοξος

oldish => αρκετά παλιό, oldie => παλιομοδίτικο τραγούδι, old-hat => ξεπερασμένος, old-gentlemanly => αρχοντοχωριάτης, old-field toadflax => Λινάρι το αγριόχοιρο,