Greek Meaning of old-world
Παλαιομοδίτικος
Other Greek words related to Παλαιομοδίτικος
- ξεπερασμένος
- αντίκα
- ιστορικός
- ιστορικός
- παλαιάς κοπής
- ρετρό
- παραδοσιακό
- vintage
- ηλικιωμένοι
- αρχαίος
- πρώην
- παλιομοδίτικος
- παρελθόν
- γραφικό
- ανάδρομος
- θεσμικός
- παλιομοδίτικος
- Αθάνατος
- Αιωνόβιος
- αναχρονιστικός
- προκατακλυσμιαίος
- αταβιστικός
- παρελθόν
- χρονολογημένος
- άλλοτε
- ξεχασμένος
- απολιθωμένο
- μπαγιάτικος
- πολιός
- αργά
- μουχλιασμένος
- μουχλιασμένο
- παρωχημένος
- παλιός
- ξεπερασμένος
- ξεπερασμένος
- ξεπερασμένος.
- ξεπερασμένο
- βαρετός
- συνταξιούχος
- διαχρονικός
- σεβάσμιος
- παλιομοδίτικη
- φθαρμένος
- παρελθόν
- ασήμαντος
- Σύγχρονο
- τρέχων
- φρέσκος
- μοντέρνος
- μοντερνιστής
- μοντερνιστικός
- νέος
- καινούργιος
- σύγχρονος
- υπερσύγχρονο
- Ενημερωμένος
- νέα εποχή
- σικ
- Σχεδιαστής
- μοντέρνος
- ζεστό
- τελευταίο
- τελευταίος
- Mod
- μοντέρνος
- φλογερός
- έξυπνος
- Διαστημική εποχή
- Τελευταίας τεχνολογίας
- κομψό
- νέας μόδας
- ενημερωμένος/-η/-ο
- φουτουριστικός
- Υψηλής τεχνολογίας
- Υψηλής τεχνολογίας
- τελευταίας εποχής
- μη παραδοσιακός
- πρόσφατος
- ανανεωμένος
- ανακαινισμένο
- ανακαινισμένο
Nearest Words of old-world
Definitions and Meaning of old-world in English
FAQs About the word old-world
Παλαιομοδίτικος
ξεπερασμένος,αντίκα,ιστορικός,ιστορικός,παλαιάς κοπής,ρετρό,παραδοσιακό,vintage,ηλικιωμένοι,αρχαίος
Σύγχρονο,τρέχων,φρέσκος,μοντέρνος,μοντερνιστής,μοντερνιστικός,νέος,καινούργιος,σύγχρονος,υπερσύγχρονο
old-womanish => ηλικιωμένη γυναίκα, oldwife => γριά γυναίκα, oldwench => Γριά μάγισσα, olduvai gorge => Φαράγγι Ολντουάι, old-timer => παλιός,