Greek Meaning of oleaginousness
ελαιώδες
Other Greek words related to ελαιώδες
- άφθονος
- ορμητικός
- αγιογραφικός
- Αγιογραφικός
- λιπαρός
- αποκρουστικός
- σαπουνάδα
- λιπαρός
- κολακευτικό
- τεχνητός
- αηδής
- επιδεικτικός
- θερμός
- εξωφρενικός
- αφθονη
- τρεχούμενο
- σπάταλος
- ύπουλα
- άφθονος
- σάλιασμα
- αγαπημένος
- προσποιημένος
- εγκάρδιος
- Ανανδρος
- μελόδραμα
- χυλώδης
- άφθονος
- υποκριτής
- σάλιο
- σάλιο
- Δίπρόσωπος
- απελευθερωμένος
- Ανέκφραστος
- ανεξέλεγκτος
- νίκη
- γοητευτικός
Nearest Words of oleaginousness
Definitions and Meaning of oleaginousness in English
oleaginousness (n)
consisting of or covered with oil
smug self-serving earnestness
oleaginousness (n.)
Oiliness.
FAQs About the word oleaginousness
ελαιώδες
consisting of or covered with oil, smug self-serving earnestnessOiliness.
άφθονος,ορμητικός,αγιογραφικός,Αγιογραφικός,λιπαρός,αποκρουστικός,σαπουνάδα,λιπαρός,κολακευτικό,τεχνητός
ατέχναστος,σοβαρός,γνήσιος,εγκάρδιος,ειλικρινής,αφελής,ειλικρινής,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,ανεπηρέαστος,ανεπιτήδευτος
oleaginous => ελαιούχος, oleaceous => ελαιώδης, oleaceae => Ελαιοειδή, olea lanceolata => Ελιά η στενόφυλλος, olea europaea => ελιά,