Greek Meaning of compound morphology
Σύνθετη μορφολογία
Other Greek words related to Σύνθετη μορφολογία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of compound morphology
- compound microscope => Σύνθετο μικροσκόπιο
- compound lever => Σύνθετος μοχλός
- compound lens => Σύνθετος φακός
- compound leaf => σύνθετο φύλλο
- compound interest => Σύνθετα επιτόκια
- compound fracture => Ανοιχτό κάταγμα
- compound fraction => Κλάσμα κραμάτων
- compound eye => Σύνθετος οφθαλμός
- compound control => σύνθετος έλεγχος
- compound => σύνθετο
- compound number => Σύνθετος αριθμός
- compound pendulum => Σύνθετο εκκρεμές
- compound pistil => Σύνθετο ύπερο
- compound protein => σύνθετη πρωτεΐνη
- compound sentence => συνθετική πρόταση
- compounded => σύνθετος
- compounding => σύνθετη
- comprehend => κατανοώ
- comprehended => Κατάλαβα
- comprehendible => κατανοητός
Definitions and Meaning of compound morphology in English
compound morphology (n)
the part of grammar that deals with combinations of simple words into compound words
FAQs About the word compound morphology
Σύνθετη μορφολογία
the part of grammar that deals with combinations of simple words into compound words
No synonyms found.
No antonyms found.
compound microscope => Σύνθετο μικροσκόπιο, compound lever => Σύνθετος μοχλός, compound lens => Σύνθετος φακός, compound leaf => σύνθετο φύλλο, compound interest => Σύνθετα επιτόκια,