Greek Meaning of trustingly

με εμπιστοσύνη

Other Greek words related to με εμπιστοσύνη

Definitions and Meaning of trustingly in English

Wordnet

trustingly (r)

with trust; in a trusting manner

FAQs About the word trustingly

με εμπιστοσύνη

with trust; in a trusting manner

επιδοκιμαστικά,με αυτοπεποίθηση,θετικά,με εμπιστοσύνη,θετικά,ακρίτως,αναμφισβήτητα,ανιδιοτελές,αισιόδοξα

με αμφιβολία,αμφιβόλως,με αμφιβολία,Διστακτικά,διστακτικά,Πλαγίως,σκεπτικά,ύποπτα,ειρωνικά,δύσπιστα

trusting => εμπιστευτικός, trustiness => Αξιοπιστία, trustily => αξιόπιστα, trustfulness => εμπιστοσύνη, trustfully => με εμπιστοσύνη,