Greek Meaning of trustily
αξιόπιστα
Other Greek words related to αξιόπιστα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of trustily
- trustfulness => εμπιστοσύνη
- trustfully => με εμπιστοσύνη
- trustful => εμπιστευώμενος
- truster => κληρονόμος
- trusteeship council => Συμβούλιο Επιτροπείας
- trusteeship => επιτροπεία
- trustee-beneficiary relation => Σχέση επιτρόπου-δικαιούχου
- trustee stock => Μετοχές εις διοίκησιν
- trustee process => διαδικασία επιτρόπου.
- trustee account => Λογαριασμός διαχειριστή
Definitions and Meaning of trustily in English
trustily (adv.)
In a trusty manner.
FAQs About the word trustily
αξιόπιστα
In a trusty manner.
No synonyms found.
No antonyms found.
trustfulness => εμπιστοσύνη, trustfully => με εμπιστοσύνη, trustful => εμπιστευώμενος, truster => κληρονόμος, trusteeship council => Συμβούλιο Επιτροπείας,