FAQs About the word laughingstocks

περίγελος

an object of ridicule, a person or thing that is made fun of

ανέκδοτα,στόχους,αστεία,χλευασμός,κοροϊδεύει,Αθλήματα,βεντούζες,θύματα,Απατεώνες,Γλάροι

αγαπημένα,κατοικίδια ζώα,αγάπες

laughing off => γέλιο, laughing (at) => γελώντας, laughers => γέλια, laughed off => γέλασε με, laughed (at) => γέλασε (σε),