FAQs About the word proselyte

Προσηλυτιστής

a new convert; especially a gentile converted to Judaism

μετατρέπω,νέος αφιχθείς,στρατολογώ,νεόφυτος,αρχάριος,κατηχούμενος,δοκιμασία,αναγεννώ

Αποτρέπω,Κοσμικοποιή

prosecutor => εισαγγελέας, prosecution => δίωξη, prosecuting officer => εισαγγελέας, prosecuting attorney => Εισαγγελέας, prosecute => διώκω,