FAQs About the word blockader

Αποκλειστής

One who blockades., A vessel employed in blockading.

πολιορκία,επένδυση,Πολιορκία,εγκλεισμός,Περιορισμός,αντεμποδισμός,περικύκλωση,Μόνωση,Κρατούμενος,Απομόνωση

ανοιχτό,ανοίγω ξανά,ξεμπαρώνω,ξεμπλοκάρω,Ξεβιδώνω

blockaded => αποκλεισμένος, blockade => αποκλεισμός, block vote => Ψηφοφορία ομοφώνως, block up => φράζω, block tin => δοκίμια,