Greek Meaning of blockader
Αποκλειστής
Other Greek words related to Αποκλειστής
Nearest Words of blockader
Definitions and Meaning of blockader in English
blockader (n.)
One who blockades.
A vessel employed in blockading.
FAQs About the word blockader
Αποκλειστής
One who blockades., A vessel employed in blockading.
πολιορκία,επένδυση,Πολιορκία,εγκλεισμός,Περιορισμός,αντεμποδισμός,περικύκλωση,Μόνωση,Κρατούμενος,Απομόνωση
ανοιχτό,ανοίγω ξανά,ξεμπαρώνω,ξεμπλοκάρω,Ξεβιδώνω
blockaded => αποκλεισμένος, blockade => αποκλεισμός, block vote => Ψηφοφορία ομοφώνως, block up => φράζω, block tin => δοκίμια,