FAQs About the word encirclement

περικύκλωση

a war measure that isolates some area of importance to the enemy

Περιορισμός,περίληψη,Απομόνωση,αποκλεισμός,εγκλεισμός,αντεμποδισμός,Μόνωση,απομόνωση,διαχωρισμός,κατάσχεση

No antonyms found.

encircled => περικυκλωμένος, encircle => περικυκλώνω, encipher => κρυπτογραφώ, encindered => πυρακτωμένος, encincture => περίφραξη,