Greek Meaning of advocation

υπεράσπιση

Other Greek words related to υπεράσπιση

Definitions and Meaning of advocation in English

Webster

advocation (n.)

The act of advocating or pleading; plea; advocacy.

Advowson.

The process of removing a cause from an inferior court to the supreme court.

FAQs About the word advocation

υπεράσπιση

The act of advocating or pleading; plea; advocacy., Advowson., The process of removing a cause from an inferior court to the supreme court.

υποστηρικτής,εκθέτης,Υποστηρικτής,οπαδός,απόστολος,ενισχυτής,πρωταθλητής,φίλος,προωθητής,Πρωταγωνιστής

αντίπαλος,ανταγωνιστής,εχθρός,Αντίπαλος,κριτικός,εχθρός,αντίπαλος,μειωτής,κριτικός

advocating => υπεράσπιση, advocateship => υπεράσπιση, advocated => απολογούσε, advocate => συνήγορος, advocacy group => Ομάδα υποστήριξης,