Greek Meaning of inveigher

κατήγορος

Other Greek words related to κατήγορος

Definitions and Meaning of inveigher in English

Webster

inveigher (n.)

One who inveighs.

FAQs About the word inveigher

κατήγορος

One who inveighs.

παραπονιέμαι,κραυγή,γκρινιάζω,Μοσχάρι,μπεε,νιαούρισμα,κλάμα,παράπονο,βουστάρι,γρύλισμα

αποδέχομαι,αρκούδα,ευχαρίστηση,υπομένω,χαίρομαι,παίρνω,ανέχομαι,χειροκροτώ,ζητωκραυγές,επαίνω

inveighed => κατέκρινε , inveigh => επιτίθεμαι, invectively => ύβρεις, invective => ύβρις, invection => βρισιά,