FAQs About the word depraver

διαφθορέας

One who deprave or corrupts.

Δωροδότης,Διεφθαρμένος,αποτιμητής,άσωτος,υποβαθμιστής,επαγωγέας,αναμορφωτής,δελεάζω,πειστικός,σειρήνα

No antonyms found.

depravement => διαφθορά, depravedness => διαφθορά, depravedly => διεστραμμένα, depraved => διεστραμμένος, deprave => διαφθείρω,