Greek Meaning of phantom
φάντασμα
Other Greek words related to φάντασμα
- φαντασιώθηκα
- Φανταστικός
- φανταστικός
- φανταστικός
- μυθικός
- μυθικός
- χιμαιρικός
- χιμαιρικός
- Φαντασιώδης
- φανταστικός
- Φανταστικός
- ιδανικός
- Αφανταστικός
- φανταστικός
- εφεύρε
- θρυλικός
- υποκρίνομαι
- εννοιολογικός
- Φαντασμαγορικό
- προσποιούμαι
- θεωρητικός
- θεωρητικός
- απίθανος
- φανταστικός
- αφηρημένος
- Παραπλανητικός
- παραληρηματικός
- Ψευδής
- Προβλεπόμενος
- προβλεπόμενος
- μυθικός
- επινοημένος
- καταπληκτικός
- προσποιημένος
- φανταστικός
- παραισθησιογόνος
- υποθετικός
- φανταστικός
- ανύπαρκτος
- Φαντασμαγορικός
- φανταστικός
- απεικονιζόμενο
- Ρομαντικός
- απίστευτος
- μη πειστικός
- απίθανο
- οραματιστής
- οραματίστηκε
- συλληφθεί
- επινοημένη
- επινοημένος
Nearest Words of phantom
- phantom circuit => Φανταστικό κύκλωμα
- phantom limb => Φάντασμα άκρο
- phantom limb pain => Φανταστικός πόνος άκρων
- phantom limb syndrome => Σύνδρομο φανταστικού μέλους
- phantom orchid => ορχιδέα φάντασμα
- phantomatic => Φαντασματικός
- pharaoh => φαραώ
- pharaoh ant => Μυρμήγκι φαραώ
- pharaoh of egypt => φαραώ της Αιγύπτου
- pharaoh's ant => Φαραώμυρμηγκας
Definitions and Meaning of phantom in English
phantom (n)
a ghostly appearing figure
something existing in perception only
phantom (s)
something apparently sensed but having no physical reality
phantom (n.)
That which has only an apparent existence; an apparition; a specter; a phantasm; a sprite; an airy spirit; an ideal image.
phantom (a.)
Being, or of the nature of, a phantom.
FAQs About the word phantom
φάντασμα
a ghostly appearing figure, something existing in perception only, something apparently sensed but having no physical realityThat which has only an apparent exi
φαντασιώθηκα,Φανταστικός,φανταστικός,φανταστικός,μυθικός,μυθικός,χιμαιρικός,χιμαιρικός,Φαντασιώδης,φανταστικός
πραγματικός,υπάρχον,υπαρκτό,πραγματικός,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,αυθεντικός,πειστικός,σωματικός,πραγματικός,γνήσιος
phantasy world => Φανταστικός κόσμος, phantasy life => ζωής φαντασίας, phantasy => Φαντασία, phantastical => Φανταστικός, phantastic => φανταστικός,