Greek Meaning of consensual

συναινετικός

Other Greek words related to συναινετικός

Definitions and Meaning of consensual in English

Wordnet

consensual (s)

existing by consent

FAQs About the word consensual

συναινετικός

existing by consent

διμερής,αμοιβαίος,αμοιβαία,συνεργατικός,συλλογικός,κοινοτικός,συντονισμένος,συνεταιρισμός,άρθρωση,πολλαπλές

αποκλειστικός,άτομο,ένας άντρας,προσωπικός,ιδιωτικό,ανύπαντρος,Μόνος,μοναχικός,μονόπλευρη,ανεξάρτητος

consecutively => συνεχόμενα, consecutive operation => διαδοχική λειτουργία, consecutive => διαδοχικός, consecration => Αγκαλιασμός, consecrated => αφιερωμένος,