Greek Meaning of consequentially
κατ' επέκταση
Other Greek words related to κατ' επέκταση
Nearest Words of consequentially
- consequently => ως εκ τούτου
- conservancy => Προστασία της φύσης
- conservation => προστασία
- conservation of charge => Νόμος διατήρησης του φορτίου
- conservation of electricity => Εξοικονόμηση ενέργειας
- conservation of energy => Διατήρηση ενέργειας
- conservation of mass => Διατήρηση της μάζας
- conservation of matter => Νόμος διατήρησης της ύλης
- conservation of momentum => Νόμος διατήρησης της ορμής
- conservation of parity => Συντήρηση της συμμετρίας
Definitions and Meaning of consequentially in English
consequentially (r)
having consequence
FAQs About the word consequentially
κατ' επέκταση
having consequence
Αποτέλεσμα,συνισταμένη,συνοδευτικός,Συμμετέχων,λόγω,ταυτόχρονος
αιτιατός
consequential => συνεπακόλουθος, consequent => Αποτέλεσμα, consequence => συνέπεια, consenting => συγκαταθέτοντας, consentient => συγκαταθετικός,