FAQs About the word consequentially

κατ' επέκταση

having consequence

Αποτέλεσμα,συνισταμένη,συνοδευτικός,Συμμετέχων,λόγω,ταυτόχρονος

αιτιατός

consequential => συνεπακόλουθος, consequent => Αποτέλεσμα, consequence => συνέπεια, consenting => συγκαταθέτοντας, consentient => συγκαταθετικός,