Greek Meaning of synergistic
συνεργιστικός
Other Greek words related to συνεργιστικός
- συμπληρωματικός,-ή,-ό
- εξαρτημένος
- αμοιβαίος
- αμοιβαία
- συμβιωτικός
- συνεργικός
- καθολικός
- συνεργιστικός
- συσχετιστικός
- διμερής
- συνεργατικός
- συλλογικός
- συνδυασμένος
- συνδαιτυμών
- κοινός
- κοινοτικός
- συντονισμένος
- συνεταιρισμός
- συσχετικός
- άρθρωση
- πολλαπλές
- συναινετική
- συνεργαζόμενος
- αμοιβαδικός
- κοινό
- σύνδεσμο
- συναινετικός
- Δημόσιος
- κοινός
- συμπληρωματικός
- συμπληρωματικός
- ενωμένος
- συνεργαζόμενοι
- συγκεντρωμένος
- Κοινωνοϋποδεέστερος
- αυτόνομος
- ανεξάρτητος
- άτομο
- μη αμοιβαίο
- αντικοινωνικός
- ξεχωριστό
- διάφορα
- μοναχικός
- μη συμπληρωματικός
- φωλεόφιλα
- αποκλειστικός
- ένας άντρας
- προσωπικός
- ιδιωτικό
- αυτόνομο
- αυτάρκης
- αυτοσυντήρηση
- ανύπαντρος
- Μόνος
- μονόπλευρη
- Ημιαυτόνομος
- μόνος
- μονόπλευρος
- μονής κατεύθυνσης
- ερημίτης
- αυτάρκης
- ακοινώνητος
- αυτάρκης
- Ημιανεξάρτητος
Nearest Words of synergistic
Definitions and Meaning of synergistic in English
synergistic (a)
used especially of drugs or muscles that work together so the total effect is greater than the sum of the two (or more)
of or relating to the theological doctrine of synergism
synergistic (s)
working together; used especially of groups, as subsidiaries of a corporation, cooperating for an enhanced effect
FAQs About the word synergistic
συνεργιστικός
used especially of drugs or muscles that work together so the total effect is greater than the sum of the two (or more), of or relating to the theological doctr
συμπληρωματικός,-ή,-ό,εξαρτημένος,αμοιβαίος,αμοιβαία,συμβιωτικός,συνεργικός,καθολικός,συνεργιστικός,συσχετιστικός,διμερής
αυτόνομος,ανεξάρτητος,άτομο,μη αμοιβαίο,αντικοινωνικός,ξεχωριστό,διάφορα,μοναχικός,μη συμπληρωματικός,φωλεόφιλα
synergist => συνέργητης, synergism => συνεργισμός, synergetic => συνεργικός, syneresis => συνέρεση, synercus caffer => syncerus caffer,