Greek Meaning of mutualistic

αμοιβαδικός

Other Greek words related to αμοιβαδικός

Definitions and Meaning of mutualistic in English

mutualistic

mutually beneficial association between different kinds of organisms, association between different kinds of organisms that benefits both, the doctrine or practice of mutual dependence as the condition of individual and social welfare

FAQs About the word mutualistic

αμοιβαδικός

mutually beneficial association between different kinds of organisms, association between different kinds of organisms that benefits both, the doctrine or pract

συνδαιτυμών,εξαρτημένος,συμβιωτικός,συνεργιστικός,συσχετιστικός,συνεργατικός,συλλογικός,κοινοτικός,συνεταιρισμός,άρθρωση

αυτόνομος,ανεξάρτητος,άτομο,μη αμοιβαίο,αντικοινωνικός,μοναχικός,μη συμπληρωματικός,φωλεόφιλα,αποκλειστικός,ένας άντρας

mutts => Μογγρέλ, mutters => μουρμουρίζει, mutterers => γκρινιάρηδες, mutinying (against) => (στάση (εναντίον)), mutiny (against) => Στασία (εναντίον),