Greek Meaning of consecutive
διαδοχικός
Other Greek words related to διαδοχικός
Nearest Words of consecutive
Definitions and Meaning of consecutive in English
consecutive (s)
one after the other
in regular succession without gaps
successive (without a break)
consecutive (r)
in a consecutive manner
FAQs About the word consecutive
διαδοχικός
one after the other, in regular succession without gaps, successive (without a break), in a consecutive manner
ίσιος,διαδοχικές,πλάτη με πλάτη,συνεχής,σε σειρά,ακολουθιακός,επακόλουθος,αδιάκοπος,σταθερά,Επόμενος
μη διαδοχικός,μη σειριακό,Ασυνέπεια,Μη συνεχόμενος
consecration => Αγκαλιασμός, consecrated => αφιερωμένος, consecrate => καθαγιάζω, conscription => στρατολόγηση, conscript => στρατιώτης,