Greek Meaning of embracement

εναγκαλισμός

Other Greek words related to εναγκαλισμός

Definitions and Meaning of embracement in English

Wordnet

embracement (n)

the act of clasping another person in the arms (as in greeting or affection)

Webster

embracement (n.)

A clasp in the arms; embrace.

State of being contained; inclosure.

Willing acceptance.

FAQs About the word embracement

εναγκαλισμός

the act of clasping another person in the arms (as in greeting or affection)A clasp in the arms; embrace., State of being contained; inclosure., Willing accepta

αποδοχή,αποδοχή,Έγκριση,συγκατάθεση,αγκαλιάζω,προσχώρηση,προσκόλληση,συμφωνία,Εγκριση,συγκατάθεση

σύγκρουση,διαφωνία,διχόνοια,Αντιπολίτευση,αντίσταση,αποδοκιμασία,διαφωνία,διαφωνία,Διαφωνία,διαφωνία

embraced => αγκαλιάστηκε, embrace => αγκαλιάζω, emboyssement => εκβολή, embower => σκεπάζω, embowelment => εκσπλαχνισμός,