Greek Meaning of compartmentalizing

Διαμερισματοποίηση

Other Greek words related to Διαμερισματοποίηση

Definitions and Meaning of compartmentalizing in English

compartmentalizing

to separate into isolated compartments or categories

FAQs About the word compartmentalizing

Διαμερισματοποίηση

to separate into isolated compartments or categories

ταξινόμηση,διακριτικός,ομαδοποίηση,κατάταξη,υποβιβάζοντας,διαχωρίζοντας,διαλογή,κατηγοριοποίηση,ταξινόμηση,ταξινόμηση

συγκεχυμένος,αποδιοργανωτική,ανακάτεμα,συσσώρευση,συνωστισμός,(ανάμειξη),εσφαλμένη ταξινόμηση,τυπογραφικό λάθος,Λανθασμένη ταξινόμηση,εσφαλμένη ταξινόμηση

comparison shopping => σύγκριση τιμών, comparison shopped => Σύγκριση καταστημάτων, comparison shop => Σύγκριση αγορών, compared with => εν συγκρίσει με, compared to => σε σύγκριση με,