FAQs About the word levelly

Ομαλά

In an even or level manner.

βαθμός,επίπεδο,τόπος,θέση,βαθμός,κατάταξη,κατάσταση,πέλμα,φτάνει,σκαλοπάτι

μη ισορροπώ

levelling => ισοπέδωση, leveller => επίπεδο, levelled => επιπέδωσε, levelism => αποπεδίωση, leveling => εξομάλυνση,